διαγωγή

διαγωγή
διᾰγωγ-ή, ,
A carrying across,

τριήρων Polyaen.5.2.6

.
2 lit. carrying through: hence metaph., ἡ διὰ πάντων αὐτῶν δ. taking a person through a subject by instruction, Pl.Ep.343e; so, course of instruction, lectures, ἐν τῇ ἐνεστώσῃ δ. prob. in Phld.Piet.25.
II passing of life, way or course of life,

δ. βίου Pl.R.344e

: abs., Id.Tht.177a, etc.
2 way of passing time, amusement,

δ. μετὰ παιδιᾶς Arist.EN1127b34

, cf. 1177a27;

δ. ἐλευθέριος Id.Pol.1339b5

; διαγωγαὶ τοῦ συζῆν public pastimes, ib.1280b37, cf. Plu.126b (pl.).
3 delay, D.C. 57.3.
III management, τῶν πραγμάτων δ. dispatch of business, Id.48.5.
IV station for ships, f. l. in Hdn.4.2.8.
V διαγωγάν· διαίρεσιν, διανομήν, διέλευσιν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαγωγή — carrying across fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • διαγωγή — η ο τρόπος συμπεριφοράς: Τα παιδιά στο σχολείο κρίνονται και για τη διαγωγή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαγωγῇ — διαγωγῆι , διαγωγεύς conductor masc dat sg (epic ionic) διαγωγή carrying across fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγῆ — διαγωγεύς conductor masc nom/voc/acc dual διαγωγεύς conductor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγαῖς — διαγωγή carrying across fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγαί — διαγωγή carrying across fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγήν — διαγωγή carrying across fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγωγῶν — διαγωγή carrying across fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въведениѥ — ВЪВЕДЕНИ|Ѥ (43), ˫А с. 1.Введение внутрь чего л.: Никъто же въноутрь... цр҃кве скотѩте какого оубо да не въведеть. развѣ не а||ще къто поутьмь шьствоу˫а... хлѣвиныи обитѣли не имыи въ таковѣи обитаѥть цр҃кви. не въведени˫а бо ради въноутрь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάγω — (AM διάγω) διαβιώ, περνώ τη ζωή ή κάποιο χρονικό διάστημα σύμφωνα με κάποιον τρόπο ή υπό ορισμένες συνθήκες νεοελλ. 1. κατοικώ, διαμένω 2. κάνω, πράττω αρχ. μσν. φρ. «διάγω ἑορτήν» εορτάζω αρχ. 1. περνώ κάτι απέναντι 2. (αμτβ.) διαβαίνω, περνώ 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”